- ακηδεμόνευτος
- -η, -ο (Α ἀκηδεμόνευτος, -ον) [κηδεμονεύω]αυτός για τον οποίο δεν φροντίζει κανείς, παραμελημένος, απροστάτευτοςνεοελλ.(για ανηλίκους και υπεξουσίους) αυτός που δεν διατελεί υπό κηδεμονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακηδεμόνευτος — η, ο 1. ο ανήλικος που δεν έχει κηδεμόνα: Ήταν παιδί ορφανό κι ακηδεμόνευτο. 2. αυτός για τον οποίο δε φροντίζει κανένας, απροστάτευτος: Τα συμφέροντά τους είχαν αφεθεί ακηδεμόνευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεπιτρόπευτος — η, ο (Α ἀνεπιτρόπευτος, ον) χωρίς κηδεμόνα ή επόπτη, ακηδεμόνευτος νεοελλ. (Νομ.) 1. (για ανήλικο αχειραφέτητο και υπό νομική απαγόρευση) εκείνος που δεν έχει επίτροπο 2. εκείνος στον οποίο δεν μπορεί να ασκηθεί επιτροπεία … Dictionary of Greek